ἀσκωλίζω

ἀσκωλίζω
ἀσκωλίζω
pres subj act 1st sg
ἀσκωλίζω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασκωλίζω — βλ. ασκωλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ἀσκωλίζειν — ἀσκωλίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκωλίζοντες — ἀσκωλίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… …   Dictionary of Greek

  • ασκωλιάζω — ἀσκωλιάζω και ἀσκωλίζω (Α) [ασκώλια] 1. πηδώ πάνω σε ασκό στη γιορτή των Ασκωλίων 2. πηδώ στο ένα πόδι, συνήθως στο αριστερό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”